- ἀποχωρίζεται
- ἀποχωρίζωseparate frompres ind mp 3rd sgἀποχωρίζωseparate frompres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το (ΑΜ ἀπόσπασμα) μσν. νεοελλ. τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση νεοελλ. 1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας 2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση αρχ … Dictionary of Greek
δαμαλουρικό — μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων … Dictionary of Greek
δευτέριο — Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
δυσκολοχώριστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χωρίζεται ή μοιράζεται σε μέρη («δυσκολοχώριστη κληρονομιά») 2. αυτός που δύσκολα διαστέλλεται 3. αυτός που δύσκολα αποχωρίζεται από άλλον («δυσκολοχώριστο αντρόγυνο») … Dictionary of Greek
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek